- αφιλόδοξος
- η , ο [ος , ον ] нечестолюбивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφιλόδοξος — η, ο (AM ἀφιλόδοξος, ον) αυτός που δεν είναι φιλόδοξος … Dictionary of Greek
ἀφιλοδόξως — ἀφιλόδοξος free from conceit adverbial ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλόδοξον — ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem acc sg ἀφιλόδοξος free from conceit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοδόξου — ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοδόξους — ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλόδοξοι — ἀφιλόδοξος free from conceit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλοδοξία — η (AM ἀφιλοδοξία) [αφιλόδοξος] το να μην είναι κανείς φιλόδοξος … Dictionary of Greek
αφιλότιμος — η, ο (Α ἀφιλότιμος, ον) [φιλότιμος] νεοελλ. αυτός που δεν έχει φιλότιμο, που δεν έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του, αναίσθητος αρχ. 1. αφιλόδοξος 2. ο αδιάφορος για κάτι 3. (για πράγματα) αυτός που έχει μικρή αξία, ο ευτελής … Dictionary of Greek
ԱՆՓԱՌԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0251 Chronological Sequence: 11c, 12c ա. ἁφιλόδοξος minime gloriae cupidus Որ չէ փառասէր, կամ խորշի ʼի փառաց. խոնարհ. *Եւ դու տե՛ս զաւետարանչին զանփառասէր միտսն. Շ. մտթ.: *Փոխանակ նոցա կացուցանէր զանարծաթասէրսն եւ զանփառասէրսն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)